- στείρευση
- ηστείρευμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στείρευση — η, Ν [στεφεύω] παύση ροής, στέρεμα … Dictionary of Greek